Η αγωνία που νιώθουν τα παιδιά με τους αποχωρισμούς και τους αποχαιρετισμούς είναι μια πραγματική πρόκληση για τους γονείς, τους φροντιστές και τους εκπαιδευτικούς. Ο συχνότερος τρόπος αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης είναι η εναγώνια προσπάθεια των ενηλίκων να αποσπάσουν την προσοχή του παιδιού με τη χρήση ενός παιχνιδιού ή μιας λιχουδιάς. Φτάνει όμως μόνο αυτό; Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να βοηθήσουμε αποτελεσματικά το παιδί να χειριστεί αυτές τις συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις;
Σκεφτείτε την ακόλουθη σκηνή: Είναι πρωί, οι γονείς φεύγουν για τη δουλειά τους και το μικρό τους παιδί ξεσπάει σε κλάματα…Οι γονείς αναρωτιούνται γιατί κάθε μέρα το παιδί αναστατώνεται και κλαίει τόσο πολύ. Γιατί είναι τόσο ανήσυχο κάθε φορά που τους χάνει απ` το οπτικό του πεδίο ή κάθε φορά που φτάνει στο σπίτι ο άνθρωπος που θα αναλάβει τη φροντίδα του.
Πρόκειται για μία χαρακτηριστική ψυχοσυναισθηματική αντίδραση στο πλαίσιο της φυσιολογικής ανάπτυξης ενός παιδιού, από την βρεφική ηλικία έως περίπου την ηλικία των 2,5 ετών και ονομάζεται «άγχος αποχωρισμού». Το παρατηρούμενο άγχος σχετίζεται με τον φόβο απώλειας του παρέχοντος φροντίδα και έως τα 2,5 έτη μπορεί να είναι αποδιοργανωτικό. Γι` αυτό και μέχρι αυτήν την ηλικία προσπαθούμε να μην υποβάλλουμε τα παιδιά σε βίαιους ή μακροχρόνιους αποχωρισμούς από τους γονείς τους.
Η φαντασίωση…
Κατά τον τρίτο χρόνο της ζωής του παιδιού (2-3 ετών), το άγχος αποχωρισμού εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά μπορεί να είναι χειρίσιμο και ανεκτό από το παιδάκι, μέσω της χρήσης της φαντασίωσης, να αναπληρώνει δηλαδή την απουσία του γονιού με το να τον σκέφτεται και να τον αναπολεί. Στο πέρας αυτής της φάσης αρχίζουν να αναδύονται άγχη που σχετίζονται περισσότερο με τον φόβο της απώλειας της αποδοχής και της έγκρισης από τον γονέα. Το άγχος αποχωρισμού, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του παιδιού και τις υπάρχουσες ενδοοικογενειακές σχέσεις μπορεί να επανενεργοποιείται και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Αγωνία και αμηχανία
Η αγωνία που νιώθουν τα παιδιά με τους αποχωρισμούς/αποχαιρετισμούς είναι μια πραγματική πρόκληση για τους γονείς, παρ` ότι οι περισσότεροι είναι ενήμεροι για τις αντιδράσεις μπροστά στον αποχωρισμό σε αυτές τις ηλικίες. Πολλοί γονείς, βιώνοντας την ένταση αυτών των συναισθημάτων του παιδιού τους και μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις εκρηκτικές αντιδράσεις που προκύπτουν από αυτά (κλάματα, φωνές, παρακάλια, θυμωμένες αντιδράσεις κτλ), βρίσκονται συχνά σε αμηχανία, απόγνωση και εκδηλώνουν θυμό και ενοχή, ακόμη και ένα ιδιαίτερο δικό τους «άγχος αποχωρισμού» από το παιδί τους.
Συναισθηματικά υποκατάστατα: βόλτες, γλυκίσματα, παιχνίδια…
Συχνά λοιπόν, η προτιμώμενη μέθοδος από τους γονείς αλλά και τους υπόλοιπους που μένουν με το παιδί και καλούνται να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, είναι η εναγώνια προσπάθεια απόσπασης του παιδιού, με τη χρήση ενός παιγνιδιού, με το να τραβολογήσουν για μία βόλτα, να του τάξουν πράγματα, ακόμη και με το να το ταΐσουν λιχουδιές, λέγοντας «έλα, μην κάνεις έτσι, είσαι μεγάλο παιδί τώρα…αφού η μαμά θα γυρίσει, δεν υπάρχει λόγος να κλαις» ή ακόμη χειρότερα «μην στενοχωρείς την μαμά και τον μπαμπά..τι θες, να χάσουν τη δουλειά τους;». Ακόμη και αν σταματήσει να κλαίει το παιδί, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει αισθανθεί καλύτερα, απλά ίσως ότι έχει αποδεχτεί πως δεν υπάρχει ανταπόκριση σε αυτό που νιώθει.
Ενώ λοιπόν η χρήση της απόσπασης προσοχής είναι μια αποτελεσματική τεχνική, αν χρησιμοποιηθεί μόνη της χωρίς την σωστή πλαισίωσή της από παράλληλους συναισθηματικούς χειρισμούς δεν βοηθά το παιδί να διεργαστεί το άγχος του και μεγαλώνοντας να αφήσει αυτήν την φάση πίσω του. Όταν λοιπόν ο ενήλικας χωρίς άλλες κουβέντες, απλά προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή του παιδιού με ένα παιχνίδι ή ένα γλύκισμα υπάρχει κίνδυνος το παιδί να λάβει τα εξής μηνύματα: “δεν σε καταλαβαίνω/δεν καταλαβαίνω τι περνάς», «η λύπη σου/ τα συναισθήματά σου δεν είναι σημαντικά» ίσως ακόμη και «δεν είσαι για τους γονείς μου όσο σημαντικοί είναι αυτοί για σένα». Τη στιγμή λοιπόν που ο ενήλικας χρησιμοποιεί ένα παιχνίδι για να του αποσπάσει την προσοχή, το παιδί παίρνει ένα τριπλό μήνυμα: ότι ο ενήλικας δεν το καταλαβαίνει, ότι η λύπη που βιώνει δεν είναι ένα σημαντικό συναίσθημα και ότι ενδεχομένως, δεν είναι αρκετά σημαντικός για τους γονείς του. Και αν αυτό συμβαίνει τώρα που είναι παιδί, πως μπορεί να «μεταφραστεί» στην ενήλικη ζωή του; Μήπως ότι και τότε θα χρειάζεται αλλά «συναισθηματικά υποκατάστατα», κάθε φορά που όταν θα έρχεται αντιμέτωπο με στρεσογόνες καταστάσεις.
Άρα τι πρέπει να κάνουμε;
Αρχικά, αποφεύγουμε να βιαστούμε να επιβεβαιώσουμε στο παιδί ότι «όλα είναι καλά». Αφού το ίδιο δεν αισθάνεται ότι όλα είναι καλά… Μπορούμε να το βοηθήσουμε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει αυτό που αισθάνεται. Εάν είναι μικρό και δεν μιλά ακόμη, σίγουρα κατανοεί οπότε λέμε εμείς τις λέξεις για να περιγράψουμε αυτό που νιώθει. «Βλέπω ότι κλαις, το προσωπάκι σου είναι κόκκινο και τα χεράκια σου σφιγμένες γροθίτσες. Φαίνεσαι πολύ λυπημένο».
Έπειτα, μπορούμε να το βοηθήσουμε να μας πει γιατί είναι αναστατωμένο: «Είσαι έτσι γιατί έφυγαν για τη δουλειά η μαμά και ο μπαμπάς; Σε καταλαβαίνω. Είναι δύσκολο να αποχωρίζεσαι τους αγαπημένους σου». Μετά μπορούμε να διαβεβαιώσουμε το ξανασμίξιμο του παιδιού με τους γονείς του «θα είναι πολύ ωραία όταν θα γυρίσουν το απόγευμα και θα μπορείς να τους πεις πόσο σου έλειψαν, αλλά και για όλα τα ωραία πράγματα που θα κάνουμε μαζί σήμερα».
Δώστε εναλλακτικές
Μετά από αυτό, βεβαίως και μπορούμε να δώσουμε εναλλακτικές απόσπασης, γιατί εφόσον αναγνωρίσαμε τα συναισθήματά του και τους δώσαμε χώρο να εκφραστούν και να κατανοηθούν είναι ανάγκη το παιδί να επιστρέψει σε άλλες ενασχολήσεις. Οι εναλλακτικές μπορούν να είναι διάφορες, από το «θες να καθίσουμε λίγο δίπλα δίπλα, να σε κάνω και μια αγκαλιά;», ή «θες κάτι να διαβάσουμε ή να παίξουμε;», σε μεγαλύτερα παιδιά ακόμη και «αν θες μείνεις λίγο μόνος σου, σε καταλαβαίνω».
Σε κάθε περίπτωση αφήνουμε τα παιδιά να εκφράσουν αυτό που νιώθουν και σταδιακά τα βοηθάμε να ανταπεξέλθουν στα δύσκολα συναισθήματα, χωρίς να προσπαθούμε με αγωνία να σταματήσουμε τα κλάματα και τις εκρήξεις του.
Επιμέλεια άρθρου:
Κατερίνα Σκαπετοράχη κλινική ψυχολόγος κι Άντζελα Στολτίδη ψυχοπαιδαγωγός