Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλάμε, χωρίς να σκεφτόμαστε το πώς συμβαίνει αυτό. Πρόκειται για μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία. Υπάρχουν άνθρωποι, όμως, για τους οποίους η ομιλία δεν είναι απλή υπόθεση. Όσοι έχουν έρθει σε επαφή με άτομα που τραυλίζουν θα έχουν προσέξει τις λεκτικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν την ομιλία τους και ίσως έχουν υποψιαστεί τις ψυχολογικές προεκτάσεις με τις οποίες σχετίζονται.
Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλάμε, χωρίς να σκεφτόμαστε το πώς συμβαίνει αυτό. Πρόκειται για μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία. Υπάρχουν άνθρωποι, όμως, για τους οποίους η ομιλία δεν είναι απλή υπόθεση. Όσοι έχουν έρθει σε επαφή με άτομα που τραυλίζουν θα έχουν προσέξει τις λεκτικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν την ομιλία τους και ίσως έχουν υποψιαστεί τις ψυχολογικές προεκτάσεις με τις οποίες σχετίζονται.
Το πιο επιφανειακό κομμάτι αφορά στο πώς ακούγεται η ομιλία, όπου τα κυρία λεκτικά συμπτώματα είναι:
- μπλοκαρίσματα
- επιμηκύνσεις ήχων
- επαναλήψεις μέρους ή ολόκληρων λέξεων
- ημιτελείς φράσεις
Συνήθως, οι παραπάνω λεκτικές συμπεριφορές συνοδεύονται από μη λεκτικές συμπεριφορές, τις λεγόμενες δευτερεύουσες:
- ένταση στα χείλη και το σαγόνι
- ανοιγοκλείσιμο των ματιών
- διακοπή της βλεμματικής επαφής
- διατάραξη του φυσιολογικού ρυθμού της αναπνοής
- απότομες ή/ και επαναλαμβανόμενες κινήσεις της κεφαλής, των χεριών ή των ποδιών
Η πιο σημαντική προέκταση, όμως, είναι αυτή που συνήθως χαρακτηρίζεται ως η κρυμμένη πλευρά του παγόβουνου (ο τραυλισμός παρομοιάζεται συχνά με ένα παγόβουνο, όπου όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν την κορυφή του) και είναι οι αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα: φόβος, ντροπή, ενοχές, άγχος, απόγνωση, απομόνωση, άρνηση.
Υπολογίζεται ότι 70 εκατομμύρια άνθρωποι περίπου, σε όλον τον κόσμο, εμφανίζουν τραυλισμό. Αναλογικά, αυτό σημαίνει ότι ένας άνθρωπος στους εκατό τραυλίζει. Το ερώτημα που μας απασχολεί είναι, πώς αντιμετωπίζεται ένα παιδί – έφηβος – ενήλικας που τραυλίζει, ποια είναι τα πιο συχνά λάθη που πραγματοποιεί και τι μπορεί να κάνει προκειμένου να μπορέσει να επικοινωνήσει λειτουργικά.
Συχνά, το άτομο που τραυλίζει, αντιμετωπίζεται σαν άτομο με μειωμένες επικοινωνιακές δεξιότητες. Στην πραγματικότητα, ο τραυλισμός είναι ένα μη αναμενόμενο είδος ομιλίας που μπορεί να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας κάποιων ανθρώπων, ανεξαρτήτως αν έχουν δεχτεί θεραπεία ή όχι. Η επιτυχία μιας καλής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας, όμως, βασίζεται τόσο στις δεξιότητες του ομιλητή, όσο και του ακροατή.
1) Εξασφαλίζουμε χρόνο και υπομονή
Σε μια συζήτηση, είτε ως ομιλητές είτε ως ακροατές, περιμένουμε να υπάρχει συνεχόμενη ροή και ελάχιστες παύσεις. Όταν η ροή διακόπτεται ή διαταράσσεται λόγω επαναλήψεων και μπλοκαρίσματων, μπορεί να ξαφνιαστούμε. Αυτό που χρειάζεται να θυμόμαστε είναι ότι το σημαντικότερο σε μια συζήτηση δεν είναι ούτε ο χρόνος που απαιτείται, ούτε ο τρόπος ομιλίας που χρησιμοποιείται, αλλά το περιεχόμενο της συζήτησης. Η βασική διαφορά από τον συνομιλητή μας, είναι ότι χρειάζεται περισσότερο χρόνο. Συνεπώς, διατηρούμε την βλεμματική επαφή, δείχνοντας ότι μας ενδιαφέρει αυτό που ακούμε και δεν αδημονούμε.
2) Αποφεύγουμε τις συμβουλές
Όταν ακούμε κάποιο άτομο που τραυλίζει να μιλάει, συμπεραίνουμε ότι μπορεί να νιώθει άβολα ή να είναι αγχωμένο. Έχοντας την πρόθεση να το βοηθήσουμε μπορεί να δώσουμε κάποιες συμβουλές, όπως: “ηρέμησε / πάρε μια ανάσα / χαλάρωσε”. Πολύ συχνά όμως πετυχαίνουμε το αντίθετο αποτέλεσμα διαταράσσοντας περισσότερο την ομιλία του.
3) Ζητάμε διευκρινήσεις
Σε μια συνομιλία, μπορεί κάτι να μην γίνει κατανοητό και τότε θα χρειαστεί να ζητήσουμε διευκρινήσεις. Αυτό χρειάζεται να γίνει και στην περίπτωση που ο συνομιλητής μας τραυλίζει. Είμαστε ειλικρινείς, και λειτουργούμε προς όφελος της σωστής επικοινωνίας, ακόμη κι αν χρειαστεί να πούμε: “συγνώμη, δεν κατάλαβα, μπορείς να το ξαναπείς”;
4) Επιτρέπουμε να υπάρχουν παύσεις / ημιτελείς φράσεις
Καθώς το άτομο που τραυλίζει εκφράζει τις ιδέες και τις σκέψεις του, μπορεί να προκύψουν παύσεις στην ομιλία του. Παρατηρείται τότε, μια τάση από τον συνομιλητή να βοηθήσει, ο οποίος σπεύδει να συμπληρώσει με δικά του λόγια και να καλύψει το κενό. Με αυτό τον τρόπο όμως το άτομο που τραυλίζει στερείται τον έλεγχο του λόγου του. Είναι προτιμότερο λοιπόν, να δεχτούμε την παύση και να επιτρέψουμε στον συνομιλητή μας να έχει την ευθύνη του τι θα πει και πώς θα το πει.
5) Δεχόμαστε τον τραυλισμό
Αν δεχτούμε ότι το ζητούμενο είναι η επικοινωνία, τότε μπορούμε να δεχτούμε και τον τραυλισμό σαν ένα διαφορετικό τύπο ομιλίας. Χωρίς να τον αγνοούμε, επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο περιεχόμενο της συζήτησης, προσπαθώντας ταυτόχρονα να είμαστε καλοί συνομιλητές αλλά και καλοί ακροατές.
Επιμέλεια άρθρου:
Χαρά Ευριπίδη (Λογοθεραπεύτρια)